διαφωτίζει

διαφωτίζει
διαφωτίζω
enlighten
pres ind mp 2nd sg
διαφωτίζω
enlighten
pres ind act 3rd sg
διαφωτίζω
enlighten
pres ind mp 2nd sg
διαφωτίζω
enlighten
pres ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • διαφωτιστής — ο αυτός που διαφωτίζει …   Dictionary of Greek

  • παραινέτης — ο, ΝΜΑ [παραινώ] 1. άτομο που διδάσκει και διαφωτίζει σχετικά με αυτό που πρέπει να γίνει, σύμβουλος, νουθετητής, συμβουλάτορας 2. αυτός που εμψυχώνει, που ενθαρρύνει αρχ. φρ. «παραινέτης γυναικῶν» μτφ. αυτός που πείθει, που σαγηνεύει τις… …   Dictionary of Greek

  • πολυφωτιστής — ὁ, Α αυτός που διαφωτίζει πολλούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + φωτιστής (< φωτίζω)] …   Dictionary of Greek

  • φωταγωγός — ό / φωταγωγός, όν, ΝΜΑ αυτός που φέρνει φως νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο φωταγωγός άνοιγμα σε τοίχο ή κενός χώρος σε οικοδομή που χρησιμεύει για τον φωτισμό εσωτερικών διαμερισμάτων μσν. 1. μτφ. αυτός που διαφωτίζει την ψυχή και το πνεύμα, που… …   Dictionary of Greek

  • φωτοδότης — ο, ΝΜΑ, θηλ. φωτοδότρα Ν, και φωτοδώτης και θηλ. φωτοδότις, ιδος, Α 1. αυτός που δίνει φως, που φωτίζει 2. εκκλ. αυτός που διαφωτίζει την ψυχή και το πνεύμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φωτ(ο) * + δότης / δώτης (< δίδωμι), πρβλ. ζωο δότης, πλουτο δώτης] …   Dictionary of Greek

  • κυβερνητική — Επιστημονικός κλάδος που μελετά τις εκούσιες ενέργειες. Βέβαια, ο εν λόγω ορισμός διαφωτίζει μόνο ένα τμήμα του ερευνητικού πεδίου της κ. και αφορά έναν τομέα έρευνας, ο οποίος μπορεί να χαρακτηριστεί νέος στον κύκλο των λεγόμενων ακριβών… …   Dictionary of Greek

  • βιβλίο — το 1. τυπωμένα φύλλα χαρτιού συρραμμένα από τη μια τους πλευρά, σύγγραμμα: Υπάρχει μεγάλη ποικιλία βιβλίων σ’ αυτό το βιβλιοπωλείο. 2. υποδιαίρεση ενός μεγάλου συγγράμματος: Το έργο χωρίζεται σε δέκα βιβλία. 3. μτφ., ό,τι διδάσκει και διαφωτίζει …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δάδα — η 1. κομμάτι από ρητινώδες ξύλο που χρησιμοποιείται για φωτισμό, το δαδί, ο πυρσός, η λαμπάδα. 2. μτφ., αυτό που διαφωτίζει και εκπολιτίζει: Η δάδα του πνεύματός του φώτισε ολόκληρες γενεές …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διαφωτιστής — ο αυτός που διαφωτίζει, ο προπαγανδιστής: Το κόμμα μας διαθέτει πολύ ικανούς διαφωτιστές …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φωτοδότης — ο θηλ. τρα 1. αυτός που δίνει φως, αυτός που φωτίζει: Ο φωτοδότης ήλιος. 2. μτφ., αυτός που δίνει φως νοερό, αυτός που δίνει τη φώτιση του πνεύματος, που διαφωτίζει: Οι λόγιοι του Βυζαντίου έγιναν φωτοδότες της Δύσης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”